γέρμα

γέρμα
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 31 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις νότιες απολήξεις του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.
* * *
το [γέρνω]
1. η κλίση προς τα κάτω
2. (για τον ήλιο) δύση, ηλιοβασίλεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γέρμα — το η δύση, το ηλιοβασίλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντόγερμα — το κοντοβασίλεμα, η ώρα λίγο πριν τη δύση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γέρμα (< γέρνω), πρβλ. ανά γερμα, ηλιό γερμα] …   Dictionary of Greek

  • БИОГЕРМ — [γερμα (γерма) холм] известковый нарост на дне водоема, образованный прикрепленными организмами, отлагающими известь и сохраняющими после своей смерти прижизненное положение (кораллами, мшанками, губками, червями,… …   Геологическая энциклопедия

  • Germa (Galatien) — Germa (griechisch Γέρμα, auch Γερμοκολώνεια Germokoloneia, lateinisch Colonia Iulia Augusta Felix Germenorum) war eine antike und byzantinische Stadt in der Landschaft Galatien beim heutigen Babadat in der Türkei. Germa wurde nach der… …   Deutsch Wikipedia

  • βασίλεμα — το (Μ βασίλευμα) (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) δύση, γέρμα νεοελλ. 1. το έσχατο σημείο, το τέλος 2. φρ. «βασίλεμα των ματιών» η απώλεια της ζωηρότητας των ματιών από νύστα ή αρρώστια …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • γέρσιμο — το [γέρσιμο] 1. το να γέρνει κάποιος ή κάτι, κλίση 2. το να μισοκλείνει κάποιος πόρτα ή παράθυρο 3. το να τοποθετεί κανείς κάτι πλαγίως 4. το γέρμα, η στροφή τού ήλιου και τών άστρων προς τη δύση τους …   Dictionary of Greek

  • ηλιόγερμα — και λιόγερμα, το το ηλιοβασίλεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γέρμα (< γέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • Αβραμάκος, Μιχαήλ — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο χωριό Γέρμα της Οιτύλου. Πολέμησε στην Τρίπολη, την Κόρινθο, το Μεσολόγγι και στις πολιορκίες κάστρων της Μεσσηνίας …   Dictionary of Greek

  • Δελής, Γεώργιος — (Βράιλα 1871 – Αθήνα 1954). Ποιητής. Καταγόταν από τη Θράκη. Σπούδασε γιατρός στη Βιέννη και το 1897 επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε ως έφεδρος υγειονομικός αξιωματικός στο ναυτικό. Η άδοξη κατάληξη του ελληνοτουρκικού πολέμου τον απογοήτευσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”